- ὑπνώω
- ὑπνάωpres subj act 1st sg (epic)ὑπνάωpres ind act 1st sg (epic)ὑπνόωput to sleeppres subj act 1st sg (epic)ὑπνόωput to sleeppres ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπνώω — Α νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. *ὑπνάω, ῶ, ενώ, κατ άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek